-Eγώ σήμερα πεθαίνω. Πες μου σε παρακαλώ, τι πρέπει να κάνω την κρίσιμη τούτη ώρα.
Ο ιερέας γνωρίζοντας την αρετή του και την μυστυριακή προετοιμασία του, του πρότεινε το εξής:
- Δώσε εντολή να σου κάνουν μετά τον θάνατό σου τακτικό σαρανταλείτουργο σ'΄ένα εξωκκλήσι.
Έτσι και έγινε. Ο κυρ-Δημήτρης αυτό ήταν το όνομα του -άφησε εντολή στον γιό του να κάνει μετά την κοίμηση του σαρανταλείτουργο. Και εκείνος, υπακούοντας στην επιθυμία του καλού του πατέρα, ανέθεσε χωρίς καθυστέρηση την εκτέλεση της στον παπα-Δημήτρη.
Ο σεμνός λευίτης δέχτηκε να κάνει σαρανταλείτουργο, που ο ίδιος είχε προτείνει στον μακαρίτη και αποσύρθηκε γιά όλο αυτό το διάστημα στο εξωκκλήσι των αγίων Αποστόλων.Οι τριάντα εννέα λειτουργίες έγιναν απρόσκοπα. Η τελευταία έπρεπε να γίνει ημέρα Κυριακή. Το βράδυ όμως του Σαββάτου πιάνει τον παπά ένας δυνατός πονόδοντος και τον αναγκάζει να επιστρέψει στο σπίτι του. Η πρεσβυτέρα του πρότεινε να βγάλει το δόντι, μα εκείνος αρνήθηκε, γιατί έπρεπε την επομένη να τελέσει την τελευταία λειτουργία. Τα μεσάνυχτα ο πόνος κορυφώθηκε, και τελικά ο παπάς αναγκάστηκε να βγάλει το δόντι. Επειδή όμως παρουσιάστηκε αιμορραγία, ανέβαλε την τελευταία λειτουργία για την Δευτέρα.
Στο μεταξύ, το απόγευμα του Σαββάτου, ο Γεώργιος, ο γιός του μακαριστού Δημητρίου, ετοίμασε μερικά χρήματα για τον κόπο τού ιερέα, με σκοπό να του τα δώσει την επόμενη μέρα.
Τα μεσάνυχτα ξύπνησε για να προσευχηθεί. Ανακάθησε στο κρεββάτι κι άρχισε να φέρνει στο νού του τις αρετές, τα χαρίσματα και τα σοφά λόγια τού πατέρα του. Κάποια στιγμή πέρασε απ' το μυαλό του η ακόλουθη σκέψη: "Άραγε ωφελούν τα σαρανταλείτουργα τις ψυχές των κεκοιμημένων, ή τα καθιέρωσε η εκκλησία για παρηγοριά των ζώντων." Τότε ακριβώς τον πήρε ένας ελαφρός ύπνος και είδε πως βρέθηκε σε μια πεδιάδα με ομορφιά απερίγραπτη. Ένιωθε ανάξιο τον εαυτό του να βρίσκεταισ' έναν τέτοιο ιερό και κατάφυτο περιβόλι, που μοσχοβολούσε με μιά ανέκφραστη ευωδία. "Αυτός οπωσδήποτε θα είναι ο παράδεισος!" μονολόγησε. "Ω, τι μακαριότητα περιμένει όσους ζούν ενάρετα στη γη!"
Εξετάζοντας έκπληκτος τα υπερκόσμια κάλλη, είδε ένα λαμπρό ανάκτορο με έξοχη αρχιτεκτονική χάρη, ενώ οι τοίχοι του έλαμπαν απ' τα διαμάντια και το χρυσάφι. Η ομορφιά του ήταν ανεκφραστη.
Πλησιάζει πιο κοντά, και τότε τι χαρά! -βλέπει στην πόρτα του παλατιού τον πατέρα του ολοφώτεινο και λαμπρο-φορεμένο.
-Πώς βρέθηκες εδώ παιδί μου; τον ρωτάει με πραότητα και στοργή.
-Ούτε και εγώ ξέρω, πατέρα. Καταλαβαίνω πώς δεν είμαι άξιος γι' αυτόν τον τόπο. Αλλά πες μου, πώς τα περνάς εδω; Πως ήρθες; Τίνος είναι αυτό το παλάτι;
-Η φιλανθρωπία του Σωτήρος Χριστού με τις πρεσβείες της Παναγίας, που της είχα ιδιαίτερη ευλάβεια, με αξίωσε να καταταχθώ σε αυτό το μέρος. Ήταν μάλιστα να μπώ σήμερα μέσα στο παλάτι. Ο οικοδόμος ομως, που το χτίζει, πέρασε μία ταλαιπωρία - έβγαλε το δόντι του κι έτσι δεν τελειωσαν οι σαράντα μέρες της οικοδομής του. Για αυτόν τον λόγο θα μπώ αύριο.
Ύστερα απ' αυτά ο Γεώργιος ξύπνησε δακρυσμένος και έκπληκτος, αλλά και με απορίες. Πέρασε την υπόλοιπη νύχτα αναπέμποντας αίνους και δοξολογίες στον Θεό. Το πρωί, μετά την θεία λειτουργία, πήρε πρόσφορα, νάμα και αγνό κερί και ξεκίνησε για το εξωκκλήσι των αγίων Αποστόλων. Ο παπα-Δημήτρης τον υποδέχτηκε με χαρά:
Τώρα μόλις τελείωσα και εγώ την θεία λειτουργία. Έτσι ολοκληρώθηκε το σαρανταλείτουργο. Αυτό το είπε για να μην τον λυπήσει.
Ο επισκέπτης τότε του διηγήθηκε το νυχτερινό όραμα. Όταν έφτασε στο σημείο που ό πατέρας του δεν μπήκε στο παλάτι, γιατί ο οικοδόμος έβγαλε το δόντι του, ο παπα-Δημήτρης ένιωσε φρίκη, αλλά και θαυμασμό.
-Εγώ είμαι, αγαπητέ μου, ο οικοδόμος που εργάστηκε στην οικοδομή του παλατιού, είπε με χαρά. Σήμερα λειτούργησα, γιατί έβγαλα το δόντι μου. Θα λειτουργήσω όμως τη Δευτέρα,, κι έτσι θα ολοκληρώσω το πνευματικό παλάτι του πατέρα σου.
(Μετά πολλής αγάπης εν Χριστώ και ευχών.
ο Καθηγούμενος
Άρχιμ. Κύριλλος)
Ο ιερέας γνωρίζοντας την αρετή του και την μυστυριακή προετοιμασία του, του πρότεινε το εξής:
- Δώσε εντολή να σου κάνουν μετά τον θάνατό σου τακτικό σαρανταλείτουργο σ'΄ένα εξωκκλήσι.
Έτσι και έγινε. Ο κυρ-Δημήτρης αυτό ήταν το όνομα του -άφησε εντολή στον γιό του να κάνει μετά την κοίμηση του σαρανταλείτουργο. Και εκείνος, υπακούοντας στην επιθυμία του καλού του πατέρα, ανέθεσε χωρίς καθυστέρηση την εκτέλεση της στον παπα-Δημήτρη.
Ο σεμνός λευίτης δέχτηκε να κάνει σαρανταλείτουργο, που ο ίδιος είχε προτείνει στον μακαρίτη και αποσύρθηκε γιά όλο αυτό το διάστημα στο εξωκκλήσι των αγίων Αποστόλων.Οι τριάντα εννέα λειτουργίες έγιναν απρόσκοπα. Η τελευταία έπρεπε να γίνει ημέρα Κυριακή. Το βράδυ όμως του Σαββάτου πιάνει τον παπά ένας δυνατός πονόδοντος και τον αναγκάζει να επιστρέψει στο σπίτι του. Η πρεσβυτέρα του πρότεινε να βγάλει το δόντι, μα εκείνος αρνήθηκε, γιατί έπρεπε την επομένη να τελέσει την τελευταία λειτουργία. Τα μεσάνυχτα ο πόνος κορυφώθηκε, και τελικά ο παπάς αναγκάστηκε να βγάλει το δόντι. Επειδή όμως παρουσιάστηκε αιμορραγία, ανέβαλε την τελευταία λειτουργία για την Δευτέρα.
Στο μεταξύ, το απόγευμα του Σαββάτου, ο Γεώργιος, ο γιός του μακαριστού Δημητρίου, ετοίμασε μερικά χρήματα για τον κόπο τού ιερέα, με σκοπό να του τα δώσει την επόμενη μέρα.
Τα μεσάνυχτα ξύπνησε για να προσευχηθεί. Ανακάθησε στο κρεββάτι κι άρχισε να φέρνει στο νού του τις αρετές, τα χαρίσματα και τα σοφά λόγια τού πατέρα του. Κάποια στιγμή πέρασε απ' το μυαλό του η ακόλουθη σκέψη: "Άραγε ωφελούν τα σαρανταλείτουργα τις ψυχές των κεκοιμημένων, ή τα καθιέρωσε η εκκλησία για παρηγοριά των ζώντων." Τότε ακριβώς τον πήρε ένας ελαφρός ύπνος και είδε πως βρέθηκε σε μια πεδιάδα με ομορφιά απερίγραπτη. Ένιωθε ανάξιο τον εαυτό του να βρίσκεταισ' έναν τέτοιο ιερό και κατάφυτο περιβόλι, που μοσχοβολούσε με μιά ανέκφραστη ευωδία. "Αυτός οπωσδήποτε θα είναι ο παράδεισος!" μονολόγησε. "Ω, τι μακαριότητα περιμένει όσους ζούν ενάρετα στη γη!"
Εξετάζοντας έκπληκτος τα υπερκόσμια κάλλη, είδε ένα λαμπρό ανάκτορο με έξοχη αρχιτεκτονική χάρη, ενώ οι τοίχοι του έλαμπαν απ' τα διαμάντια και το χρυσάφι. Η ομορφιά του ήταν ανεκφραστη.
Πλησιάζει πιο κοντά, και τότε τι χαρά! -βλέπει στην πόρτα του παλατιού τον πατέρα του ολοφώτεινο και λαμπρο-φορεμένο.
-Πώς βρέθηκες εδώ παιδί μου; τον ρωτάει με πραότητα και στοργή.
-Ούτε και εγώ ξέρω, πατέρα. Καταλαβαίνω πώς δεν είμαι άξιος γι' αυτόν τον τόπο. Αλλά πες μου, πώς τα περνάς εδω; Πως ήρθες; Τίνος είναι αυτό το παλάτι;
-Η φιλανθρωπία του Σωτήρος Χριστού με τις πρεσβείες της Παναγίας, που της είχα ιδιαίτερη ευλάβεια, με αξίωσε να καταταχθώ σε αυτό το μέρος. Ήταν μάλιστα να μπώ σήμερα μέσα στο παλάτι. Ο οικοδόμος ομως, που το χτίζει, πέρασε μία ταλαιπωρία - έβγαλε το δόντι του κι έτσι δεν τελειωσαν οι σαράντα μέρες της οικοδομής του. Για αυτόν τον λόγο θα μπώ αύριο.
Ύστερα απ' αυτά ο Γεώργιος ξύπνησε δακρυσμένος και έκπληκτος, αλλά και με απορίες. Πέρασε την υπόλοιπη νύχτα αναπέμποντας αίνους και δοξολογίες στον Θεό. Το πρωί, μετά την θεία λειτουργία, πήρε πρόσφορα, νάμα και αγνό κερί και ξεκίνησε για το εξωκκλήσι των αγίων Αποστόλων. Ο παπα-Δημήτρης τον υποδέχτηκε με χαρά:
Τώρα μόλις τελείωσα και εγώ την θεία λειτουργία. Έτσι ολοκληρώθηκε το σαρανταλείτουργο. Αυτό το είπε για να μην τον λυπήσει.
Ο επισκέπτης τότε του διηγήθηκε το νυχτερινό όραμα. Όταν έφτασε στο σημείο που ό πατέρας του δεν μπήκε στο παλάτι, γιατί ο οικοδόμος έβγαλε το δόντι του, ο παπα-Δημήτρης ένιωσε φρίκη, αλλά και θαυμασμό.
-Εγώ είμαι, αγαπητέ μου, ο οικοδόμος που εργάστηκε στην οικοδομή του παλατιού, είπε με χαρά. Σήμερα λειτούργησα, γιατί έβγαλα το δόντι μου. Θα λειτουργήσω όμως τη Δευτέρα,, κι έτσι θα ολοκληρώσω το πνευματικό παλάτι του πατέρα σου.
(Μετά πολλής αγάπης εν Χριστώ και ευχών.
ο Καθηγούμενος
Άρχιμ. Κύριλλος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
σας ευχαριστούμε πολύ για το σχόλειο σας....